ἄμυδις

ἄμυδις
ἄμῠδις [pron. full] [ᾰ], [dialect] Aeol.
A = ἅμα, Sch.D.T.p.281 H.:
I of Time, together, at the same time, Od.12.415, Hes.Sc.345, etc.
II more freq. of Place, all together,

ἄ. κικλήσκετο Il.10.300

; ἄ. στήσασα (v.l. καλέσασα)

θεούς 20.114

, cf. 13.336;

ὀστέα . . πάντ' ἄ. 12.385

; ἄ. φλόγ' ἔβαλλον threw burning embers together, 23.217; freq. in late [dialect] Ep., A.R.1.961
, Arat.581, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἅμυδις — ἄμυδις , ἄμυδις together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά …   Dictionary of Greek

  • ἄμυδις — together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”